- βαθύ-
- [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α' συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθοςπρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζοςαρχ.βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων, βαθύρροος (-ους), βαθυσκαφής, βαθύστομοςαρχ.-μσν.βαθύκρημνοςμσν.βαθυφάραγξ, βαθύχαοςνεοελλ.βαθυπελαγικός.2. μεταφορικώς, το βάθος της ψυχής ή της διάνοιαςπρβλ. βαθύνουςαρχ.βαθύβουλος, βαθύφρωναρχ.-μσν.βαθυγνώμων μσν. βαθύτροποςνεοελλ.βαθύγνωμος, βαθυστόχαστος.3. επιτατικώς, την αφθονίαπρβλ. βαθύπλουτος, βαθύσκιος, βαθυτιμος- αρχ. βαθύδενδρος, βαθύδοξος, βαθύθριξ, βαθύκληρος, βαθύκομος, βαθυκτέανος, βαθύλειμος, βαθυλήϊος, βαθύμαλλος, βαθύξυλος, βαθυπλόκαμος, βαθυπώγων, βαθύσχοινος, βαθυχαίτηςμσν.βαθυκτήμων.4. τον σκοτεινό χρωματισμόπρβλ. νεοελλ. βαθυγάλανος, βαθυπράσινος, βαθύχρωμος].
Dictionary of Greek. 2013.